Η παρούσα μελέτη ξεκινάει με μια ιστορική αναδρομή των σχέσεων της χριστιανικής θρησκείας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την πολιτειακή εξουσία στο πλαίσιο της Βυζαντινής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πριν εξετάσει τις σχέσεις αυτές με τους επαναστατημένους Έλληνες και το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Η αναδρομή αυτή είναι απαραίτητη, επειδή υπάρχουν, όπως θα γίνει προσπάθεια να καταδειχθεί, κοινά χαρακτηριστικά στις τέσσερις αυτές διακριτές περιόδους, τα οποία μάλιστα, επιβιώνουν εν μέρει ακόμη και σήμερα. Εξάλλου, ακόμη και αν ο φακός εστιάζει στην Επανάσταση και τα πρώιμα μετεπαναστατικά χρόνια, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η θρησκευτική διαφορετικότητα –σε σχέση με το κρατούν στην, οργανωμένη με το σύστημα των μιλέτ, Οθωμανική Αυτοκρατορία Ισλάμ– αποτέλεσε τον σημαντικότερο παράγοντα για τη διατήρηση μιας διακριτής ταυτότητας των Ελλήνων, Ρωμηών, Γραικών και πάλι Ελλήνωνεντός της πολυεθνικής αυτής Αυτοκρατορίας. Η ιστορική ακρίβεια, ωστόσο, επιβάλλει να διευκρινίσουμε ότι αυτό που προϋπήρχε της κρατογένεσης στον ελλαδικό χώρο ήταν οι Χριστιανοί (και δη Ορθόδοξοι), τους οποίους εκπροσωπούσε, έναντι της Υψηλής Πύλης, το Πατριαρχείο, και όχι οι «Έλληνες». Οι τελευταίοι επανοικειοποιούνται το όνομά τους (που για αιώνες θεωρούνταν ταυτόσημο τους αρχαίους Έλληνες ή/και τους «ειδωλολάτρες») και αποκτούν την ταυτότητά τους ως τέτοια σταδιακά και εν πολλοίς διά της Επανάστασης και προς εξυπηρέτηση της ευόδωσής της. Στη σταδιακή αυτή εθνογένεση και στην εδραίωση του νέου κράτους σημαντικό ρόλο έπαιξε η, αμέσως μετά την ανεξαρτησία ανακηρυχθείσα ως αυτοκέφαλη, Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία οργανώθηκε ως εθνική, το πρώτον, μαζί (σχεδόν) –και προς εξυπηρέτηση– της συγκρότησης ελληνικού έθνους και κράτους. Η δημιουργία εθνικής μνήμης και ταυτότητας σε άμεση σύνδεση με τη θρησκεία, όπως δείχνει, σε συμβολικό επίπεδο, και η ανακήρυξη της 25ης Μαρτίου σε επέτειο της Επανάστασης, θα αποτελέσει κομβικό εργαλείο διασφάλισης της εθνικής και κρατικής συνοχής και νομιμοποίησης της εξουσίας.